στο λεξικό PONS
ar·beit·su·chend ΕΠΊΘ
arbeitsuchend → Arbeit
Ar·beit <-, -en> [ˈarbait] ΟΥΣ θηλ
1. Arbeit kein πλ (Tätigkeit):
2. Arbeit kein πλ:
3. Arbeit:
4. Arbeit ΣΧΟΛ (Klassenarbeit):
5. Arbeit kein πλ (Mühe):
6. Arbeit (Aufgabe):
7. Arbeit ΠΟΛΙΤ:
R, r <-, - [o. οικ -s, -s]> [ɛr] ΟΥΣ ουδ
A, a <-, - [o. οικ -s, -s]> [a:] ΟΥΣ ουδ
1. A (Buchstabe):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
r ΕΠΊΘ
r συντομογραφία: repartiert ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- r (Kurszusatz)
-
- r (Kurszusatz)
-
repartiert ΕΠΊΡΡ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.