Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. plafond [plafɔ̃] ΟΥΣ αρσ
1. plafond:
2. plafond (limite):
I. faux1 (fausse) [fo, fos] ΕΠΊΘ
1. faux (inexact):
3. faux:
4. faux (contrefait):
5. faux (non authentique) προσδιορ:
6. faux (sans fondement):
8. faux (fourbe):
II. faux1 (fausse) [fo, fos] ΕΠΊΡΡ
III. à faux ΕΠΊΡΡ
IV. faux <πλ faux> ΟΥΣ αρσ
V. faux1 (fausse) [fo, fos]
- surbaisser plafond
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.