Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. previous [βρετ ˈpriːvɪəs, αμερικ ˈpriviəs] ΕΠΊΘ
1. previous προσδιορ day, meeting, manager, chapter:
- previous owner
-
- a previous/financial commitment
-
στο λεξικό PONS
previous [ˈpri:viəs] ΕΠΊΘ
previous [ˈpri·vi·əs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.