Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. financ|ier (financière) [finɑ̃sje, ɛʀ] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
financier (-ière) [finɑ͂sje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
financier problèmes, crise, politique, soucis:
- financier (-ière)
-
- établissement financier
-
financier [finɑ͂sje] ΟΥΣ αρσ
- financier
- financier
- chroniqueur financier/sportif
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.