

- chroniqueur (chroniqueuse) ΙΣΤΟΡΊΑ, ΛΟΓΟΤ
-


- chroniqueur (-euse)
-


-
- chroniqueur(-euse) αρσ (θηλ)
-
- chroniqueur(-euse) αρσ (θηλ)


- chroniqueur (-euse)
-


-
- chroniqueur(-euse) αρσ (θηλ)
-
- chroniqueur(-euse) αρσ (θηλ)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.