στο λεξικό PONS
I. go·ing [ˈgəʊɪŋ, αμερικ ˈgoʊ-] ΟΥΣ
II. go·ing [ˈgəʊɪŋ, αμερικ ˈgoʊ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. going κατηγορ (available):
2. going κατηγορ (in action):
3. going (current):
4. going ΟΙΚΟΝ (profitable):
-go·ing [ˈgəʊɪŋ, αμερικ ˈgoʊ-] ΣΎΝΘ
1. -going (attending):
2. -going (travelling):
go·ing-ˈover <pl goings-over> ΟΥΣ usu ενικ
1. going-over (beating):
3. going-over (criticism):
4. going-over (examination):
go·ing-aˈway ΕΠΊΘ προσδιορ
-
- Abschiedsparty θηλ
I. ˈcin·ema-going ΟΥΣ no pl
ˈocean-go·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
going concern ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
going public ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.