στο λεξικό PONS
I. go·ing [ˈgəʊɪŋ, αμερικ ˈgoʊ-] ΟΥΣ
1. going (act of leaving):
- going
-
2. going (departure):
- going
- Weggang αρσ
- going from job
-
3. going (conditions):
4. going (of a racetrack):
- going
-
5. going (progress):
II. go·ing [ˈgəʊɪŋ, αμερικ ˈgoʊ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. going κατηγορ (available):
2. going κατηγορ (in action):
3. going (current):
- going
-
- going
-
4. going ΟΙΚΟΝ (profitable):
- going concern
-
-go·ing [ˈgəʊɪŋ, αμερικ ˈgoʊ-] ΣΎΝΘ
1. -going (attending):
2. -going (travelling):
easy-ˈgo·ing ΕΠΊΘ επιβεβαιωτ
go·ing-ˈover <pl goings-over> ΟΥΣ usu ενικ
go·ing-aˈway ΕΠΊΘ προσδιορ
-
- Abschiedsparty θηλ
I. ˈcin·ema-going ΟΥΣ no pl
- cinema-going
-
ˈocean-go·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
- ocean-going
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
- Going Public (Publikumsöffnung, Börsengang)
- going public
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.