στο λεξικό PONS
 
 I. pri·vat [priˈva:t] ΕΠΊΘ
2. privat (persönlich):
-  privat
 -  
 
II. pri·vat [priˈva:t] ΕΠΊΡΡ
1. privat (nicht geschäftlich):
-  privat
 -  
 
Pri·vat-TV-An·bie·ter <-s, -> ΟΥΣ αρσ TV
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 Privat- und Geschäftskundenbereich ΟΥΣ αρσ ΤΜΉΜ
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.