στο λεξικό PONS
Öff·nung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Öffnung (offene Stelle):
- Öffnung
-
2. Öffnung kein πλ τυπικ (das Öffnen):
- ein spaltbreiter Schlitz/eine spaltbreite Öffnung
-
-
- Öffnung θηλ <-, -en>
-
- künstliche Öffnung [o. Mündung]
-
- Öffnung θηλ <-, -en>
- mouth of a bottle, jar, well
- Öffnung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.