Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. manu|el (manuelle) [manɥɛl] ΕΠΊΘ
II. manu|el (manuelle) [manɥɛl] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
III. manu|el ΟΥΣ αρσ
IV. manu|el (manuelle) [manɥɛl]
I. arrêt [aʀɛ] ΟΥΣ αρσ
1. arrêt:
2. arrêt (dans les transports en commun):
II. arrêts ΟΥΣ αρσ πλ
III. arrêt [aʀɛ]
I. automatique [otɔmatik] ΕΠΊΘ
1. automatique:
II. automatique [otɔmatik] ΟΥΣ αρσ
1. automatique ΤΗΛ:
2. automatique (revolver):
3. automatique ΦΩΤΟΓΡ:
III. automatique [otɔmatik] ΟΥΣ θηλ ΤΕΧΝΟΛ
commutateur [kɔmytatœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. commutateur ΗΛΕΚ:
2. commutateur ΤΗΛ:
στο λεξικό PONS
arrêt [aʀɛ] ΟΥΣ αρσ
1. arrêt (interruption):
2. arrêt (halte, station):
ιδιωτισμοί:
I. automatique [otomatik] ΕΠΊΘ
II. automatique [otomatik] ΟΥΣ αρσ
1. automatique ΤΗΛ:
2. automatique (pistolet):
III. automatique [otomatik] ΟΥΣ θηλ ΑΥΤΟΚ
arrêt [aʀɛ] ΟΥΣ αρσ
1. arrêt (interruption):
2. arrêt (halte, station):
I. automatique [otomatik] ΕΠΊΘ
II. automatique [otomatik] ΟΥΣ αρσ
1. automatique ΤΗΛ:
2. automatique (pistolet):
III. automatique [otomatik] ΟΥΣ θηλ ΑΥΤΟΚ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
arrêt αρσ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
commutateur manuel-arrêt-automatique
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- communion
- communiqué
- communiquer
- communisant
- communisme
- commutateur manuel-arrêt-automatique
- commutatif
- commutation
- commutation Dahlander
- commutativité
- commuter