Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 I. essai [esɛ] ΟΥΣ αρσ
1. essai ΤΕΧΝΟΛ (expérimentation):
2. essai ΤΕΧΝΟΛ (analyse, expérience):
3. essai (tentative):
4. essai ΛΟΓΟΤ:
5. essai ΑΘΛ:
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 essai [esɛ] ΟΥΣ αρσ
1. essai gén πλ (test):
2. essai (tentative):
 
  
 essai [esɛ] ΟΥΣ αρσ
1. essai gén πλ (test):
2. essai (tentative):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
