στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
short-tempered [βρετ ˌʃɔːtˈtɛmpəd, αμερικ] ΕΠΊΘ
I. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΕΠΊΘ
1. short (not long-lasting):
2. short:
4. short (scarce):
5. short (inadequate):
6. short (lacking):
7. short (in abbreviation):
8. short mai attrib. (abrupt):
10. short ΟΙΚΟΝ:
II. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΕΠΊΡΡ (abruptly)
IV. short of ΠΡΌΘ
1. short of (just before):
2. short of (just less than):
V. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΟΥΣ
VI. shorts ΟΥΣ
VII. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΡΉΜΑ μεταβ ΗΛΕΚ short-circuit
VIII. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt] ΡΉΜΑ αμετάβ ΗΛΕΚ short-circuit
IX. short [βρετ ʃɔːt, αμερικ ʃɔrt]
irascibile [iraʃˈʃibile] ΕΠΊΘ
irascibile persona, carattere:
I. collerico <πλ collerici, colleriche> [kolˈlɛriko] ΕΠΊΘ
I. nervoso [nerˈvoso] ΕΠΊΘ
II. nervoso [nerˈvoso] ΟΥΣ αρσ οικ
στο λεξικό PONS
short-tempered ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.