στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
vigorous [βρετ ˈvɪɡ(ə)rəs, αμερικ ˈvɪɡ(ə)rəs] ΕΠΊΘ
- vigorous person, attempt, exercise
-
- vigorous plant
-
- vigorous campaign, campaigner
-
- vigorous denial
-
- vigorous defender, supporter
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.