στο λεξικό PONS
whol·ly-owned sub·ˈsidi·ary ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
I. own [əʊn, αμερικ oʊn] ΑΝΤΩΝ
1. own (belonging, relating to):
2. own (people):
ιδιωτισμοί:
II. own [əʊn, αμερικ oʊn] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. own (belonging to):
2. own (individual):
3. own (for oneself):
ιδιωτισμοί:
III. own [əʊn, αμερικ oʊn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. own (possess):
whol·ly [ˈhəʊl(l)i, αμερικ ˈhoʊl(l)i] ΕΠΊΡΡ
I. sub·sidi·ary [səbˈsɪdiəri, αμερικ -eri] ΕΠΊΘ
II. sub·sidi·ary [səbˈsɪdiəri, αμερικ -eri] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
subsidiary ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
wholly owned subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
| I | own |
|---|---|
| you | own |
| he/she/it | owns |
| we | own |
| you | own |
| they | own |
| I | owned |
|---|---|
| you | owned |
| he/she/it | owned |
| we | owned |
| you | owned |
| they | owned |
| I | have | owned |
|---|---|---|
| you | have | owned |
| he/she/it | has | owned |
| we | have | owned |
| you | have | owned |
| they | have | owned |
| I | had | owned |
|---|---|---|
| you | had | owned |
| he/she/it | had | owned |
| we | had | owned |
| you | had | owned |
| they | had | owned |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- wholesaler
- wholesale service
- wholesale trade
- wholesome
- wholesomeness
- wholly owned subsidiary
- whom
- whomever
- whomsoever
- whoop
- whoopee