στο λεξικό PONS
whol·ly [ˈhəʊl(l)i, αμερικ ˈhoʊl(l)i] ΕΠΊΡΡ
- wholly
-
- wholly
-
whol·ly-owned sub·ˈsidi·ary ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
- a wholly factitious story
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
wholly owned subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- wholly owned subsidiary
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.