στο λεξικό PONS
whol·ly-owned sub·ˈsidi·ary ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
whol·ly [ˈhəʊl(l)i, αμερικ ˈhoʊl(l)i] ΕΠΊΡΡ
I. sub·sidi·ary [səbˈsɪdiəri, αμερικ -eri] ΕΠΊΘ
II. sub·sidi·ary [səbˈsɪdiəri, αμερικ -eri] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
subsidiary ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
wholly owned subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
fully owned subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
subsidiary ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- wholesaler
- wholesale service
- wholesale trade
- wholesome
- wholesomeness
- wholly-owned subsidiary
- whom
- whomever
- whomsoever
- whoop
- whoopee