ˈnerve-rack·ing, ˈnerve-wrack·ing ΕΠΊΘ
nerv·tö·tend [ˈnɛrftø:tənt] ΕΠΊΘ οικ
ner·ven·auf·rei·bend ΕΠΊΘ
ent·ner·vend ΕΠΊΘ (der Nerven beraubend)
I. zer·ren [ˈtsɛrən] ΡΉΜΑ μεταβ
II. zer·ren [ˈtsɛrən] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. rei·ßen <reißt, riss, gerissen> [ˈraisn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. reißen +sein (trennen):
3. reißen +haben (zerren):
4. reißen +haben ΑΘΛ (umwerfen):
II. rei·ßen <reißt, riss, gerissen> [ˈraisn̩] ΡΉΜΑ μεταβ +haben
1. reißen (trennen):
3. reißen (hervorrufen):
4. reißen (wegziehen):
5. reißen (entreißen):
6. reißen (stoßen):
8. reißen (unterbrechen):
11. reißen (bemächtigen):
12. reißen οικ (machen):
13. reißen ΑΘΛ (umwerfen):
III. rei·ßen <reißt, riss, gerissen> [ˈraisn̩] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα +haben
1. reißen (verletzen):
2. reißen (zufügen):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.