στο λεξικό PONS
con·text [ˈkɒntekst, αμερικ ˈkɑ:n-] ΟΥΣ
1. context:
2. context (situation, background):
-
- context
-
- context
-
- context
-
- context-free
-
- context menu
- Herrenrasse (im Nazismus; verletzend aufgrund des rassistischen Ideologiegedankens) θηλ ΙΣΤΟΡΊΑ, ΠΟΛΙΤ
-
-
- context
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
market context ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- market context
-
regression context ΟΥΣ CTRL
- regression context
-
-
- regression context
-
- market context
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
spatial context
- spatial context
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.