con·tex·tual [kənˈtekstjuəl, αμερικ kənˈtekstʃuəl] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. contextual ΓΛΩΣΣ:
- contextual
- kontextuell ειδικ ορολ
2. contextual τυπικ (in light of situation):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.