στο λεξικό PONS
Hür·de <-, -n> [ˈhʏrdə] ΟΥΣ θηλ
1. Hürde (Leichtathletik, Reitsport):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Hürde ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Hürde
-
rechtliche Hürde ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- rechtliche Hürde
-
-
- Hürde θηλ
-
- rechtliche Hürde θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.