Oxford Spanish Dictionary
rod [αμερικ rɑd, βρετ rɒd] ΟΥΣ
hot <comp hotter, superl hottest> [αμερικ hɑt, βρετ hɒt] ΕΠΊΘ
1.1. hot:
2.1. hot (intense):
2.2. hot (dangerous):
2.3. hot (eager) οικ:
3.1. hot (fresh):
3.2. hot (current):
- hot story/issue
-
3.3. hot (popular, in demand):
4.1. hot οικ (expert):
4.2. hot οικ (keen):
4.3. hot οικ (satisfactory) pred, with αρνητ:
4.4. hot (sexually attractive):
7. hot (radioactive) αργκ:
- hot debris/waste
-
blow2 [αμερικ bloʊ, βρετ bləʊ] ΟΥΣ
1. blow (stroke):
I. blow1 <παρελθ blew, μετ παρακειμ blown> [αμερικ bloʊ, βρετ bləʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. blow (propel):
2.3. blow (play):
3.1. blow (smash):
3.3. blow (burst):
4.1. blow οικ (squander):
4.2. blow οικ (spoil):
6. blow < μετ παρακειμ blowed> (curse) βρετ οικ:
II. blow1 <παρελθ blew, μετ παρακειμ blown> [αμερικ bloʊ, βρετ bləʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1.2. blow person:
2. blow (be driven by wind):
3. blow (produce sound):
4.2. blow (burst):
- blow gasket:
-
στο λεξικό PONS
hot [hɒt, αμερικ hɑ:t] ΕΠΊΘ
1. hot (very warm):
I. hot [hat] ΕΠΊΘ
1. hot (very warm):
II. hot [hat] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.