στο λεξικό PONS
I. new [nju:, αμερικ nu:, nju:] ΕΠΊΘ
1. new (latest):
2. new προσδιορ (different):
3. new κατηγορ:
5. new (fresh):
6. new (previously unknown):
I. busi·ness <pl -es> [ˈbɪznɪs] ΟΥΣ
1. business no pl (commerce):
2. business no pl:
3. business (profession):
4. business (company):
5. business no pl οικ:
8. business βρετ (affairs discussed):
9. business απαρχ χιουμ:
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
new business ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Neuengagement ουδ
volume of new business ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
new issue business ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
new home loan business ΟΥΣ ΑΚΊΝ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.