στο λεξικό PONS
I. new [nju:, αμερικ nu:, nju:] ΕΠΊΘ
1. new (latest):
2. new προσδιορ (different):
3. new κατηγορ:
5. new (fresh):
6. new (previously unknown):
new-agey [nju:ˈeɪʤi, αμερικ esp nu:-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
new issue ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Neuemission θηλ
new share ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
new entrepreneur ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
new market ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
new shareholder ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
new business ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Neuengagement ουδ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
new technologies ΟΥΣ
new industries ΟΥΣ
new international division of labour (NIDL) ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
new world monkey
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
new construction (of a road)
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.