στο λεξικό PONS
town [taʊn] ΟΥΣ
1. town (small city):
2. town no άρθ (residential or working location):
3. town (downtown):
4. town (major city in area):
ˈdor·mi·tory town ΟΥΣ
coun·ty ˈtown ΟΥΣ βρετ
com·pa·ny ˈtown ΟΥΣ
ˈghost town ΟΥΣ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
satellite town [ˌsætlaɪtˈtaʊn], spill over town βρετ ΟΥΣ
fortress town ΟΥΣ
small town ΟΥΣ
Hanseatic town [ˌhænsiˈætɪkˌtaʊn] ΟΥΣ
mining town ΟΥΣ
town wall ΟΥΣ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
area surrounding a town ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
downtown area, down town area αμερικ ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.