στο λεξικό PONS
I. ˈdown·town αμερικ ΟΥΣ no pl, no άρθ
- downtown
-
- downtown
-
- downtown
-
- downtown
-
II. ˈdown·town αμερικ ΕΠΊΡΡ
III. ˈdown·town αμερικ ΟΥΣ modifier
- downtown
-
- downtown
- Innerstadt- CH
- downtown crime
-
- downtown location
- Innenstadtlage θηλ
- downtown scene
- Großstadtszene θηλ
- downtown stores
-
- downtown traffic
-
- downtown traffic
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
downtown location ΟΥΣ ΑΚΊΝ
- downtown location
- Innenstadtlage θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.