mis·chie·vous [ˈmɪstʃɪvəs, αμερικ -tʃə-] ΕΠΊΘ
1. mischievous (naughty):
-
- mischievous
-
- mischievous
-
- mischievous
-
- mischievous
-
- mischievous
-
- mischievous
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.