I. die·bisch [ˈdi:bɪʃ] ΕΠΊΘ
II. die·bisch [ˈdi:bɪʃ] ΕΠΊΡΡ (schadenfroh)
- diebisch
-
- diebisch
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.