στο λεξικό PONS
I. moun·tain [ˈmaʊntɪn, αμερικ -tən] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
cat1 [kæt] ΟΥΣ
1. cat:
2. cat μτφ οικ (spiteful woman):
3. cat dated αργκ (person, usu male):
ιδιωτισμοί:
cata·lyt·ic con·ˈvert·er ΟΥΣ ΑΥΤΟΚ
cat3 [kæt] ΟΥΣ οικ
cat συντομογραφία: cat o' nine tails
CAT1 [kæt] ΟΥΣ
CAT Η/Υ ακρώνυμο: computer aided training
CAT2 [kæt] ΟΥΣ
CAT Η/Υ ακρώνυμο: computer aided testing
CAT3 [kæt] ΟΥΣ no pl
CAT ΙΑΤΡ ακρώνυμο: computerized axial tomography
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
CAT ΟΥΣ E-COMM
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ancillary information
- ancillary obligation
- ancillary right
- ancillary service
- and
- Andean mountain cat
- Andes
- AND gate
- andiron
- Andorra
- Andorran