στο λεξικό PONS
I. ef·fect [ɪˈfekt] ΟΥΣ
1. effect:
2. effect no pl (force):
3. effect (impression):
5. effect ειδικ ορολ (belongings):
6. effect (summarizing):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Pigou effect ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
| I | effect |
|---|---|
| you | effect |
| he/she/it | effects |
| we | effect |
| you | effect |
| they | effect |
| I | effected |
|---|---|
| you | effected |
| he/she/it | effected |
| we | effected |
| you | effected |
| they | effected |
| I | have | effected |
|---|---|---|
| you | have | effected |
| he/she/it | has | effected |
| we | have | effected |
| you | have | effected |
| they | have | effected |
| I | had | effected |
|---|---|---|
| you | had | effected |
| he/she/it | had | effected |
| we | had | effected |
| you | had | effected |
| they | had | effected |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Solubility, foam formation, anti-oxidative effect – techno-functional analyses make it possible to forecast the behaviour of an ingredient during or after processing.
Löslichkeit, Schaumbildung, antioxidative Wirkung - techno-funktionelle Analysen erlauben Prognosen zum Verhalten von Inhaltsstoffen bei / nach der Verarbeitung.
Αναζήτηση στο λεξικό
- pigheadedly
- pigheadedness
- pig in the middle
- pig iron
- piglet
- Pigou effect
- pig out
- pig-out
- pigpen
- pigskin
- pigsty