I. rapide [ʀapid] ΕΠΊΘ
1. rapide (qui se déplace très vite):
4. rapide (fait en peu de temps):
5. rapide (au rythme soutenu):
II. rapide [ʀapid] ΟΥΣ αρσ θηλ
III. rapide [ʀapid] ΟΥΣ αρσ
cours <πλ cours> [kuʀ] ΟΥΣ αρσ
1. cours:
4. cours ΧΡΗΜΑΤΟΠ (taux de négociation):
5. cours (de rivière):
6. cours (enchaînement):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.