Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. bours|ier (boursière) [buʀsje, ɛʀ] ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
II. bours|ier (boursière) [buʀsje, ɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- les automatismes boursiers/économiques
-


στο λεξικό PONS


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.