I. boursouflé (boursouflée), boursoufflé (boursoufflée) [buʀsufle] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
boursouflé → boursoufler
II. boursouflé (boursouflée), boursoufflé (boursoufflée) [buʀsufle] ΕΠΊΘ
1. boursouflé (enflé):
2. boursouflé (emphatique):
I. boursoufler, boursouffler [buʀsufle] ΡΉΜΑ μεταβ
1. boursoufler (faire gonfler):
- boursoufler visage, bras, peau
-
- boursoufler papier, peinture
-
2. boursoufler (donner de l'emphase à):
- boursoufler événement
-
- boursoufler style
-
II. se boursoufler ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
se boursoufler αυτοπ ρήμα:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.