Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
reaction [βρετ rɪˈakʃ(ə)n, αμερικ riˈækʃ(ə)n] ΟΥΣ
2. reaction ΙΑΤΡ:
- adverse reactions
-
allergic reaction ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
reaction [rɪˈækʃn] ΟΥΣ
1. reaction (response) a. ΙΑΤΡ, ΦΥΣ, ΧΗΜ:
knee-jerk reaction ΟΥΣ μειωτ
- unstudied reaction
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- RDA
- re
- reach
- reach back
- reaches
- reactions
- reactivate
- reactive
- reactor
- reactor core
- read