Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. réflexe [ʀeflɛks] ΕΠΊΘ
- réflexe
-
II. réflexe [ʀeflɛks] ΟΥΣ αρσ
2. réflexe (réaction, habitude):
III. réflexe [ʀeflɛks]
- automatique réflexe, appareil, voiture, arme, remboursement
-
- reflex ΦΥΣΙΟΛ
- réflexe αρσ
-
- réflexe
- conditioned reflex or response κυριολ, μτφ
- réflexe αρσ conditionné
στο λεξικό PONS
- réflexe conditionné
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.