I. réflexe [ʀeflɛks] ΟΥΣ αρσ
1. réflexe a. ΙΑΤΡ:
2. réflexe (réaction rapide):
II. réflexe [ʀeflɛks] ΕΠΊΘ
- réflexe comportement
-
- mouvement réflexe
- Reflexbewegung θηλ
III. réflexe [ʀeflɛks] ΙΑΤΡ
-
- Greifreflex αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.