I. mi·li·tä·risch [miliˈtɛ:rɪʃ] ΕΠΊΘ
II. mi·li·tä·risch [miliˈtɛ:rɪʃ] ΕΠΊΡΡ
Eh·re <-, -n> [ˈe:rə] ΟΥΣ θηλ
1. Ehre (Ansehen):
2. Ehre (Anerkennung):
3. Ehre kein πλ:
ιδιωτισμοί:
- Transaktionen im militärischem Bereich
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.