στο λεξικό PONS
Pflicht·bei·trag ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Sicht·be·ton <-s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΔ
Rich·ti·ge(s) <-n, ohne pl> ΟΥΣ ουδ κλιν τύπος wie επίθ
1. Richtige(s) (Zusagendes):
2. Richtige(s) (Ordentliches):
Rich·ti·ge(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
1. Richtige(r) (der passende Partner):
2. Richtige(r) (Treffer):
Rich·ter(in) <-s, -> [ˈrɪçtɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Rich·te·rin <-, -nen> ΟΥΣ θηλ
Richterin θηλυκός τύπος: Richter
Rich·ter(in) <-s, -> [ˈrɪçtɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Richt·funk <-s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
exotisches Gericht ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
kalorienarmes Gericht ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
empfohlenes Gericht ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.