I. eins [ˈains] ΕΠΊΘ
ιδιωτισμοί:
II. eins [ˈains] ΕΠΊΘ κατηγορ
2. eins (egal):
3. eins (einig):
acht1 [axt] ΕΠΊΘ
1. acht (Zahl):
2. acht (Alter):
3. acht (Zeitangabe):
- jdm eins draufhauen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.