στο λεξικό PONS
di·lu·tion [daɪˈlu:ʃən] ΟΥΣ
2. dilution (liquid):
3. dilution no pl μτφ (weakening):
4. dilution ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- dilution of equity [or shareholding]
-
I. ef·fect [ɪˈfekt] ΟΥΣ
1. effect:
2. effect no pl (force):
3. effect (impression):
5. effect ειδικ ορολ (belongings):
6. effect (summarizing):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
dilution effect ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
dilution effect ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
dilution ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Verwässerung θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
| I | effect |
|---|---|
| you | effect |
| he/she/it | effects |
| we | effect |
| you | effect |
| they | effect |
| I | effected |
|---|---|
| you | effected |
| he/she/it | effected |
| we | effected |
| you | effected |
| they | effected |
| I | have | effected |
|---|---|---|
| you | have | effected |
| he/she/it | has | effected |
| we | have | effected |
| you | have | effected |
| they | have | effected |
| I | had | effected |
|---|---|---|
| you | had | effected |
| he/she/it | had | effected |
| we | had | effected |
| you | had | effected |
| they | had | effected |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- diligently
- dill
- dillion
- dill pickle
- dill weed
- dilution effect
- diluvial
- dim
- dime
- dimension
- -dimensional