στο λεξικό PONS
I. but [bʌt, bət] ΣΎΝΔ
2. but (however):
3. but (except):
4. but (rather):
II. but [bʌt, bət] ΠΡΌΘ
1. but (except):
2. but (only):
III. but [bʌt, bət] ΟΥΣ
IV. but [bʌt, bət] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. but (only):
2. but esp αμερικ (really):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.