Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] αργκ ΟΥΣ
2. shit (act of excreting):
3. shit:
II. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] αργκ ΕΠΊΡΡ a. shit-all
III. shit <απλ παρελθ, μετ παρακειμ shat> [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] αργκ ΡΉΜΑ μεταβ
V. to shit oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
VII. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] αργκ
I. dog [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ] ΟΥΣ
3. dog (person) οικ:
III. dog <μετ ενεστ dogging; απλ παρελθ, μετ παρακειμ dogged> [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dog (follow):
IV. dog [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ]
dog → teach
I. teach <απλ παρελθ, μετ παρακειμ taught> [βρετ tiːtʃ, αμερικ titʃ] Teach For America ΡΉΜΑ μεταβ
1. teach (instruct):
2. teach (impart):
3. teach (as career):
4. teach (as correction) οικ:
II. teach <απλ παρελθ, μετ παρακειμ taught> [βρετ tiːtʃ, αμερικ titʃ] Teach For America ΡΉΜΑ αμετάβ
στο λεξικό PONS
I. shit [ʃɪt] μειωτ ΟΥΣ no πλ οικ
6. shit (things):
-
- saloperies fpl
ιδιωτισμοί:
III. shit <-tt-, shit [or shitted] [or shat], shit [or shitted] [or shat]> [ʃɪt] μειωτ ΡΉΜΑ αμετάβ
I. dog [dɒg, αμερικ dɑ:g] ΟΥΣ
1. dog (animal):
ιδιωτισμοί:
I. shit [ʃɪt] χυδ ΟΥΣ οικ
I. dog [dɔg] ΟΥΣ
3. dog μειωτ:
ιδιωτισμοί:
| I | shit |
|---|---|
| you | shit |
| he/she/it | shits |
| we | shit |
| you | shit |
| they | shit |
| I | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
|---|---|
| you | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| he/she/it | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| we | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| you | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| they | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| I | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
|---|---|---|
| you | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| he/she/it | has | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| we | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| you | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| they | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| I | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
|---|---|---|
| you | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| he/she/it | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| we | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| you | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| they | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.