στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] ΟΥΣ οικ
2. shit (act of excreting):
3. shit:
III. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] ΕΠΙΦΏΝ
IV. shit <forma in -ing ecc. shitting, παρελθ/μετ παρακειμ shat> [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
VI. to shit oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
VII. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt]
I. dog [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ] ΟΥΣ
3. dog (person) οικ:
III. dog <forma in -ing dogging, παρελθ, μετ παρακειμ dogged> [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dog (follow):
IV. dog [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ]
στο λεξικό PONS
I. shit [ʃɪt] οικ ΟΥΣ
3. shit (nothing):
I. dog [dɔ:g] ΟΥΣ
2. dog οικ:
ιδιωτισμοί:
II. dog <-gg-> [dɔ:g] ΡΉΜΑ μεταβ a. μτφ (pursue)
| I | shit |
|---|---|
| you | shit |
| he/she/it | shits |
| we | shit |
| you | shit |
| they | shit |
| I | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
|---|---|
| you | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| he/she/it | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| we | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| you | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| they | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| I | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
|---|---|---|
| you | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| he/she/it | has | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| we | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| you | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| they | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| I | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
|---|---|---|
| you | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| he/she/it | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| we | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| you | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| they | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.