στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. maschio1 <πλ maschi, maschie> [ˈmaskjo, ski, skje] ΕΠΊΘ
1. maschio ΒΟΤ:
- maschio pianta, fiore
-
2. maschio ΖΩΟΛ:
3. maschio ΗΛΕΚ:
- maschio spina, presa
-
II. maschio1 <πλ maschi, maschie> [ˈmaskjo, ski, skje] ΟΥΣ αρσ
1. maschio ΖΩΟΛ:
2. maschio (bambino):
3. maschio (uomo):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.