στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] ΟΥΣ οικ
2. shit (act of excreting):
3. shit:
III. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] ΕΠΙΦΏΝ
IV. shit <forma in -ing ecc. shitting, παρελθ/μετ παρακειμ shat> [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
VI. to shit oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
VII. shit [βρετ ʃɪt, αμερικ ʃɪt]
shit-stirrer [ˈʃɪtstɪrə(r)] ΟΥΣ οικ
-
- linguaccia θηλ
-
- malalingua θηλ
στο λεξικό PONS
I. shit [ʃɪt] οικ ΟΥΣ
3. shit (nothing):
| I | shit |
|---|---|
| you | shit |
| he/she/it | shits |
| we | shit |
| you | shit |
| they | shit |
| I | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
|---|---|
| you | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| he/she/it | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| we | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| you | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| they | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| I | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
|---|---|---|
| you | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| he/she/it | has | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| we | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| you | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| they | have | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| I | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
|---|---|---|
| you | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| he/she/it | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| we | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| you | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
| they | had | shit / βρετ επίσ shat / shitted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.