Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καίω <έκαψα, κάηκα, καμένος> [ˈcɛɔ] VERB μεταβ

II . καίω <έκαψα, κάηκα, καμένος> [ˈcɛɔ] VERB αμετάβ

2. καίω (είμαι καυτός):

καρέ [kaˈrɛ] SUBST ουδ

1. καρέ (τετράγωνο):

Quadrat ουδ

2. καρέ (κέντημα):

Deckchen ουδ

3. καρέ (ομάδα τεσσάρων):

Quartett ουδ
vier Asse ουδ πλ

4. καρέ ΚΙΝΗΜ:

Frame αρσ
Bild ουδ

5. καρέ ΑΘΛ:

der Torraum αρσ ενικ

6. καρέ (στο πόκερ):

Vierling αρσ

καρό [kaˈrɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

I . κάνω <έκανα, καμώθηκα, καμωμένος> [ˈkanɔ] VERB μεταβ

6. κάνω (επαγγέλλομαι):

8. κάνω (βλάπτω κάποιον):

9. κάνω (διανύω):

11. κάνω (στοιχίζω):

καλ|ώ <-είς, -εσα, -έστηκα [ή κλήθηκα], -εσμένος> [kaˈlɔ] VERB μεταβ

1. καλώ (προσκαλώ: σε γλέντι):

4. καλώ ΤΗΛ:

5. καλώ (διατάζω):

6. καλώ (ονοματίζω):

κάρι [ˈkari] SUBST ουδ αμετάβλ

Curry αρσ

I . κακά [kaˈka] SUBST ουδ πλ

1. κακά χυδ:

Kacke θηλ ενικ

2. κακά (στη γλώσσα παιδιών):

Aa ουδ ενικ

II . κακά [kaˈka] ΕΠΊΡΡ (όχι καλά)

πάρω [ˈparɔ] VERB

πάρω Aoriststamm von παίρνω

Βλέπε και: παίρνω

παίρνω <πήρα, πάρθηκα, παρμένος> [ˈpɛrnɔ] VERB μεταβ

3. παίρνω (δέχομαι, παραλαμβάνω: γράμμα, αμοιβή):

4. παίρνω (φάρμακο, φρούριο):

5. παίρνω (μπορώ να περιλάβω):

6. παίρνω (αγοράζω):

7. παίρνω (παρασύρω: για κύματα, ρεύμα):

8. παίρνω (φράσεις):

sich δοτ etwas/viel auf
etw αιτ einbilden

βαρ|ώ <-άς, -εσα, -εμένος> [vaˈrɔ] VERB μεταβ

2. βαρώ (τραυματίζω):

3. βαρώ (στο κυνήγι: λαγό, ελάφι):

κακό [kaˈkɔ] SUBST ουδ

2. κακό (κακό και δυσάρεστο πράγμα):

Übel ουδ
das Hauptübel ουδ

καλά [kaˈla] ΕΠΊΡΡ

gut

I . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] PREP +αιτ

2. κατά (δηλώνοντας κατεύθυνση):

3. κατά (δηλώνοντας χρονική εγγύτητα):

4. κατά (δηλώνοντας χρονική σύμπτωση):

während +γεν

II . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] PREP +γεν [kaˈta] (εναντίον)

III . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] ΕΠΊΡΡ [kaˈta] (εναντίον)

και [cɛ] vor Vokal auch, κι [c] ΣΎΝΔ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский