Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρφώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [karˈfɔnɔ] VERB μεταβ

2. καρφώνω (προδίδω):

καρφώνω

Παραδειγματικές φράσεις με καρφώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский