Γερμανικά » Ελληνικά

I . zu [tsuː] PREP +δοτ

II . zu [tsuː] ΕΠΊΡΡ

3. zu οικ (geschlossen):

zu
die Tür ist zu

Haus-zu-Haus-Verkauf <-(e)s, -käufe> SUBST αρσ ΟΙΚΟΝ

Haus-zu-Haus-Verkehr <-(e)s> SUBST αρσ ενικ ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"zu" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский