Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιλότος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιλότος (πιλοτίνα) [piˈlɔtɔs, pilɔˈtina] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. πιλότος ΑΕΡΟ:

πιλότος (πιλοτίνα)
Pilot(in) αρσ (θηλ)
πρώτος πιλότος
Chefpilot αρσ
δεύτερος πιλότος
Kopilot αρσ
αυτόματος πιλότος
Autopilot αρσ

2. πιλότος ΝΑΥΣ:

πιλότος (πιλοτίνα)
Lotse αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πιλότος

αυτόματος πιλότος
Autopilot αρσ
δεύτερος πιλότος
Kopilot αρσ
πρώτος πιλότος
Chefpilot αρσ
αλεξίπτωτο πιλότος
Testpilot αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский