Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλεξίπτωτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλεξίπτωτο [alɛˈksiptɔtɔ] SUBST ουδ

αλεξίπτωτο
Fallschirm αρσ
αλεξίπτωτο πλαγιάς
Gleitschirm αρσ
αλεξίπτωτο πιλότος
Ausziehschirm αρσ
χρυσό αλεξίπτωτο ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με αλεξίπτωτο

αλεξίπτωτο πλαγιάς
αλεξίπτωτο πιλότος
χρυσό αλεξίπτωτο ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский