Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποφασισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποφασισμέν|ος <-η, -ο> [apɔfasizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αποφασισμένος
είναι αποφασισμένος να γίνει πιλότος

Παραδειγματικές φράσεις με αποφασισμένος

είναι αποφασισμένος να γίνει πιλότος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский